- καταπλοκή
- καταπλοκή, ἡ (AM [καταπλέκω]μσν.μτφ. περιπλοκή, μπέρδεμα, ατυχίααρχ.1. πυκνή, έντονη πλοκή, συμπλοκή2. μουσ. κατιούσα μελωδική γραμμή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταπλοκῇ — καταπλοκή entwining fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπλοκῆς — καταπλοκή entwining fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπλοκήν — καταπλοκή entwining fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Мелодия — У этого термина существуют и другие значения, см. Мелодия (значения). Мелодия (др. греч. μελῳδία распев лирической поэзии, от μέλος напев, и ᾠδή пение, распев) один (в монодии единственный) голос музыкальной факту … Википедия
καταπλοκάς — καταπλοκά̱ς , καταπλοκή entwining fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)